- λευχείμων
- λευχείμωνclad in whitemasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευχείμων — ονος, ο, η (AM λευχείμων, ονος) αυτός που φορά λευκά ενδύματα, ασπροντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, λαμπρο είμων] … Dictionary of Greek
λευχειμόνων — λευχείμων clad in white masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευχείμονα — λευχείμων clad in white masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευχείμονας — λευχείμων clad in white masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευχείμονες — λευχείμων clad in white masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευχείμονος — λευχείμων clad in white masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευχείμοσι — λευχείμων clad in white masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευχείμοσιν — λευχείμων clad in white masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
красный — прекрасный, укр. красний красивый , ст. слав. красьнъ ὡραῖος, speciosus, περικαλλής, реrрulсhеr, τερπνός, iucundus, amoenus, λευχείμων, болг. красен красивый , сербохорв. красан (кра̑сан), красна (кра̑сна) ж. красивый, великолепный , словен.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek